-
1 σκορδάζειν
A = σκαρδ- (so cod., but out of order), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορδάζειν
-
2 σκορδῐνάομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to stretch (drowsily), to yawn' (Hp., Ar., Poll.).Other forms: Ion. - έομαι.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As to its meaning prob. iterative-intensive, σκορδινάομαι, - έομαι seems first to suppose a noun *σκόρδινον, - ος. A shorter form may be found in σκορδάζειν σπᾶσθαι H. Further dark; usually connected with κόρδαξ, κραδάω (s. vv.) [not very probable].Page in Frisk: 2,737-738Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκορδῐνάομαι
См. также в других словарях:
σκορδάζειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορδινῶμαι) … Dictionary of Greek
σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για … Dictionary of Greek