Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκορδάζειν σπᾶσθαι

См. также в других словарях:

  • σκορδάζειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορδινῶμαι) …   Dictionary of Greek

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»